ορεξίνη

ορεξίνη
η
(φαρμ.) είδος ορεκτικής ουσίας που προκαλεί αύξηση τού γαστρικού υγρού διεγείροντας το αίσθημα τής πείνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”